- ακαμίνιαστος
- -η, -ο [καμινιάζω]1. εκείνος που δεν έχει μπει στο καμίνι (ξύλα για ξυλοκάρβουνα, πέτρες για ασβέστη)2. που δεν έχει ξύλα για κάψιμο«φούρνος ακαμίνιαστος», «τζάκι ακαμίνιαστο».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.